Ακ-Σαραγί

Ακ-Σαραγί
(14ος αι.). Τούρκος ιεροδιδάσκαλος (ουλεμάς) που έζησε την εποχή του Μουράτ Α’. Το όνομά του ήταν Σεΐχ Δζεμαλεντίν Μεχμέτ, τον αποκαλούσαν όμως Α.Σ. από το όνομα της πόλης της καταγωγής του Ακ-Σαράι (το Ικόνιο στα τουρκικά). Στον τρόπο διδασκαλίας μιμήθηκε τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Χώριζε τους μαθητές του σε τρεις τάξεις. Στην πρώτη δίδασκε πηγαίνοντας στο ιεροδιδασκαλείο του, στη δεύτερη μπροστά από αυτό και στην τρίτη στο διδακτήριο. Άφησε σημαντικά έργα πάνω στους ιερούς κανόνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαράγι — το, Ν βλ. σαράι …   Dictionary of Greek

  • σαράι — και σαράγι και σεράι και σεράγι, το, Ν 1. (στον ισλαμικό κόσμο) πύργος, ανάκτορο 2. (ειδικά) το ανάκτορο τού σουλτάνου τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή και άλλων υψηλών αξιωματούχων της 3. μτφ. μεγάλο και πολυτελές οίκημα 4. φρ. «Η απαγωγή από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”